θερμάστρας

θερμάστρας
θερμάστρᾱς , θερμάστρα
oven
fem acc pl
θερμάστρᾱς , θερμάστρα
oven
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θέρμανση — Διαδικασία με την οποία αυξάνεται η θερμοκρασία σωμάτων ή χώρων. Ανάλογα με το σύστημα παραγωγής της απαιτούμενης θερμότητας για τη θ., υπάρχουν διάφοροι τύποι θ.: με άνθρακα, πετρέλαιο, αέριο, όπου η θερμότητα παράγεται με την καύση· ηλεκτρική θ …   Dictionary of Greek

  • σαλαμάνδρα — Κοινό όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα αμφίβια της τάξης των ουροδελών, που ανήκουν σε διαφορετικές υποτάξεις και οικογένειες. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην οικογένεια των Σαλαμανδριδών· τυπικό δείγμα είναι η μαύρη και η κίτρινη σ (sala… …   Dictionary of Greek

  • καπνοσωλήνας — ὁ ο μετάλλινος σωλήνας μέσω τού οποίου ο καπνός θερμάστρας διοχετεύεται στην καπνοδόχο και από εκεί στον ατμοσφαιρικό αέρα, το μπουρί …   Dictionary of Greek

  • μπουρί — το καπνοσωλήνας θερμάστρας, σωλήνας που μεταφέρει τον καπνό από μια εστία θέρμανσης στην ανοιχτή ατμόσφαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. boru «σωλήνας»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκάπνισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαπνίζω, καθαρισμός τής καπνοδόχου ή θερμάστρας από τον καπνό …   Dictionary of Greek

  • ξεκαπνίζω — καθαρίζω την αιθάλη καπνοδόχου ή την κάπνα θερμάστρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καπνίζω «μαυρίζω κάτι με καπνό»] …   Dictionary of Greek

  • ανεμόστροφο — Μεταλλική κατασκευή που υποβοηθά στην απαγωγή του καπνού και των καυσαερίων τα οποία δημιουργούνται από τη λειτουργία των θερμαστρών. Προσαρμόζεται στο ελεύθερο άκρο του απαγωγού σωλήνα και στρέφει πάντα το στόμιό του σε κατεύθυνση αντίθετη προς… …   Dictionary of Greek

  • σαλαμάνδρα — η 1. αμφίβιο ερπετό της οικογένειας των σαλαμανδριδών που μοιάζει με τη σαύρα. 2. είδος θερμάστρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεφροδόχος — η 1. χώρος κάτω από τη σκάρα όπου συγκεντρώνεται η στάχτη (θερμάστρας, τζακιού κτλ.). 2. τεφροδοχείο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”